- είλωτας
- και είλως (-ωτος), ο (Α Εἵλως και Εἱλώτης)δουλοπάροικος, «δούλος τού δημοσίου» στην αρχαία Σπάρτηνεοελλ.οποιοσδήποτε δουλεύει πολύ σκληρά χωρίς να αμείβεται όσο πρέπει.[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός-αττικός τύπος για την προέλευση τού οποίου έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με μία αρχαία παράδοση οι Είλωτες έλαβαν το όνομα τους από την ονομασία τής πόλεως Έλος, αλλά η υπόθεση αυτή δεν φαίνεται να είναι ούτε ιστορικά ούτε και γλωσσικά (φωνολογικά) πιθανή. Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τον αόρ. είλον (τού αιρώ), ενώ άλλοι παράγουν τη λ. από τ. *ε-Fελωτες, συγγενή προς το (F) αλώναι (αρχικά ονομάζονταν Είλωτες οι αιχμάλωτοι πολέμου). Στην πραγματικότητα η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας, όπως άλλωστε και πολλά ονόματα σκλάβων].
Dictionary of Greek. 2013.